ἐμφύσεως

ἐμφύσεως
ἐμφύσεω̆ς , ἔμφυσις
insertion
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έμφυση — η (Α ἔμφυσις) εμφύτευση, παρεμβολή, ανάπτυξη νεοελλ. ιατρ. «έμφυση ή εμφύτευση ή κατασκήνωση ωού» η διείσδυση τού γονιμοποιημένου ωαρίου μέσα στο βλεννογόνο τής μήτρας για περαιτέρω ανάπτυξη αρχ. η αύξηση ή ανάπτυξη μέσα σε κάποιο μέρος («οὐ… …   Dictionary of Greek

  • παρατροχίλιος — α, ο ανατ. 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην τροχιλία 2. φρ. «παρατροχίλια απόφυση» ανατ. προεξοχή τού κάτω έσω άκρου τού βραχιόνιου οστού, επάνω από την τροχιλία, που αποτελεί σημείο εμφύσεως τού έσω πλάγιου συνδέσμου τού αγκώνα και πολλών μυών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”